Σελίδες

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ: Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ, ΛΑΪΚΗΣ ΚΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ

Η δεξιά ψάχνει απελπισμένα -όρος που δείχνει πολιτικά την κατάσταση της- πώς θα μπορέσει να επωφεληθεί από την κρίση ανόδου του εθνικού και λαϊκού προτσές, πώς θα χρησιμοποι­ήσει τις αδυναμίες του αντιπάλου και να πετύχει ένα σταθερό σημείο στήρι­ξης, για να σταματήσει και να συντρί­ψει προς την αντίθετη κατεύθυνση την κοινωνική πρόοδο, αυτό που από την άλλη πλευρά αναπτύσσεται και να εμποδίσει ώστε αυτή η κατάσταση πραγμάτων και η αντικειμενική πορεία που βρίσκεται σ’ εξέλιξη, να κάνει το άλμα, από Εθνικό και Λαϊκό, σε επί­σης Επαναστατικό, που είναι η ανα­γκαία και αναντικατάστατη φάση για να σταθεροποιηθεί αυτό που έχει ήδη κατακτηθεί.


Σ’ αυτό το δρόμο της αποσταθερο­ποίησης προχωράνε μέσα από τα ΜΜΕ, μέσα από την εκστρατεία για «ανασφάλεια». Όπως επίσης και ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε μια πορεία ασταμάτητης πτώσης, σαν το «ναυά­γιο» που απεικονίζει ο Χ.Μ. Σόλα στις «διαμάχες της γειτονιάς» της Γκροντό-να. Εκεί παρουσιάζεται, με μια μορφή λιγότερο χονδροειδή, αυτό που η Κασ­σάνδρα των πολιτικών κατακλυσμών Ελίζα Καρριό αναγγέλλει κάθε μέρα.

Η διαρθρωτική βάση της τωρινής κρίσης περνάει από την ανάγκη να ενισχυθεί από τη μια μεριά μια πολιτι­κή πορεία, που ξεκίνησε από την απο­σύνθεση του νεοφιλελεύθερου καπιτα­λιστικού συστήματος, αλλά που δεν έπαψε να είναι καπιταλιστικό, από την ταξική του φύση κι από την άλλη μια κοινωνική πορεία, που έχει ξεκινήσει και που απαιτεί την αλλαγή αυτού του συστήματος. Η κρίση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, που αυτή τη φορά δεν είναι μέρος του προτσές της εξάπλωσης του, ή κυκλική, φτάνει στην εθνική οικονομία με τις μορφές και τις ιδιαιτερότητες της χώρας, αλλά δεν διαφέρει, όσο αφορά τις εντεινό­μενες ανισότητες και το βάθος που τη βυθίζουν. Μια πορεία που εκφράζεται στο ότι, από τη μια μεριά η πολιτική της κυβέρνησης της Κριστίνα Κίρχνερ έχει ανάγκη από την κοινωνική οργα­νωμένη επέμβαση του λαού, για να μπορέσει να συμπήξει ένα Ενιαίο Μέ­τωπο με τους εργαζόμενους, ενεργούς ή αποκλεισμένους από το σύστημα και παίρνει μέτρα που θίγουν τη διάρ­θρωση του καπιταλιστικού συστήμα-τ°ζ τΠζ χώρας κι από την άλλη η δε­ξιά, που ξέροντας ότι αυτή η πορεία μπορεί να στραφεί κατευθείαν ενάντια στο σύστημα, προσπαθεί απεγνωσμέ­να να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα ευνοήσουν το πισωγύρισμα και σε μερικές όψεις την αντεπανάσταση, πολύ πίσω από το επίπεδο που έχει πετύχει το σημερινό κοινωνικοπολιτι­κό προτσές.

ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η κυβέρνηση κινείται ανάμεσα σε μέτρα που θίγουν τη διάρθρωση του συστήματος και σε πολιτικές προτά­σεις που αναζητούν μια συναίνεση. Η πολιτική της συμφιλίωσης, της οποίας η πιο βαθιά έκφραση είναι το σχέδιο για την Πολιτική Μεταρρύθμιση, στο­χεύει σε μια συναίνεση με το πολιτικό κέντρο, που αντιπροσωπεύεται από τομείς του UCR (Ριζοσπαστική Ένωση), αλλά ανοίγει τις πόρτες και στο PRO (Ρεπουμπλικανική Πρότα­ση), όπως και στη CC (Συμμαχία Πο­λιτών), που είναι μέρος αυτού που αύριο θα είναι το αντιδραστικό μέτω­πο, ή η τωρινή εκδοχή της Δημοκρατι­κής Ένωσης του 1946, αλλά στον τωρινό χωροχρόνο (και χωρίς τη συμμετοχή του ΚΚ Αργεντινής σ’ αυτό, σημ. μετάφρ.).

Μια πολιτική που αν δεν αλλάξει σαν αντίληψη, όσο αφορά του τι αντι­προσωπεύει κοινωνικά, γιατί και σε ποια στρώματα του πληθυσμού απευ­θύνεται, τείνει ν’ αφεθεί στα χέρια των 4 ή 5 «επίσημων κομμάτων», όλων του συστήματος, αφήνοντας έξω ακό­μα και τομείς που είναι η κοινωνική βάση στήριξης της τωρινής κυβέρνη­σης. Μια αναδιάταξη των δυνάμεων που καθορίζει θεσμικά μια μοντέρνα εκδοχή, του ονομαζόμενου κλασικού δικομματισμού, των φάσεων εκείνων, όπου ο αναπτυσσόμενος καπιταλι­σμός ήθελε να διαρθρώσει μια εθνική αστική τάξη, με συμφέροντα στην ε­σωτερική αγορά και κατέληξε στο να δημιουργήσει το καθεστώς των χρη­ματιστικών τομέων, που δεν μετείχαν στην παραγωγή, ούτε καν με τη συμ­μετοχή των εργατικών χεριών της χώ­ρας, παραβιάζοντας έτσι ακόμα κι αυτό που θα έπρεπε να είναι η εγκα­θίδρυση μιας εθνικής αστικής τάξης, που υποτίθεται ότι θ’ αντιπροσώπευε το 50% του εθνικού εισοδήματος, σε σχέση και με το υπόλοιπο 50% που θ’ αντιστοιχούσε στις δυνάμεις τις εργα­σίας, σύμφωνα με τη θεωρία, που ποτέ δεν εφαρμόστηκε, εξαιτίας της αδυναμίας της ίδιας της διάρθρωσης του κεφαλαίου και της συγκεκριμένης εκμεταλλευτικής του σχέσης με την εργασία. Δεν μπορεί να έχει και ν’ αναπτύξει συνέπεια, ούτε η λειτουργία του νεοφιλελεύθερου συστήματος, ούτε αυτού που προσπαθεί ν’ αφήσει άθικτες τις βάσεις πάνω στις οποίες αυτό στηρίζεται. Η πολιτική, όπως εν μέρει πέτυχαν οι δύο τελευταίες κυ­βερνήσεις, είναι αυτή που καθοδηγεί την οικονομία κι όχι αντίστροφα, όπως προτείνει το ΔΝΤ και οι παλιές συνταγές του «συμφώνου της Ουάσι­γκτον». Η τωρινή κρίση δεν είναι χρη­ματιστική, αλλά οικονομική, γιατί δεν μπορεί να δημιουργήσει αγορά με αγοραστική ικανότητα, αλλά μόνο ανικανοποίητες κοινωνικές ανάγκες κι επιπλέον είναι αποτέλεσμα του ότι είναι αδύνατο να επιτευχθεί κάτι τέτοι­ο, αγορά με αγοραστική δύναμη, αν δεν αλλάξει ριζικά ο τρόπος παραγω­γής.

Ο Νόμος για τις SCA (Υπηρεσίες Οπτικοακουστικής Επικοινωνίας) έχει ανοίξει μια πολιτική προσδοκία, γύρω από το ότι μπορεί κανείς να πετύχει, μέσα από θεσμικούς δρόμους, βαθιές αλλαγές. Η κατανομή των ΜΜΕ ανά­μεσα σε τομείς που σήμερα αποτε­λούν την κοινωνία, όπως είναι ο ιδιω­τικός (καπιταλιστικός), ο Κρατικός και ο Κοινωνικός (συνεταιριστικός, συνδι­καλιστικός, κοινωνικά κινήματα, πολι­τιστικές οργανώσεις, σύλλογοι και τομείς της εργασίας, κτλ), καθένας από 33%, είναι μια μορφή που πρέπει να συζητηθεί και να εφαρμοστεί και σε σχέση με αυτό που αποτελεί το ΑΕΠ και τη διάρθρωση του. Το πώς δηλαδή θα δρομολογηθεί μια εργατική νομοθεσία, όπου το υποκείμενο να είναι ο εργαζόμενος (η εργατική δύνα­μη), αφαιρώντας από το σημερινό κεντρικό άξονα, που είναι η ιδιωτική επένδυση και η κατοχή των παραγω­γικών μέσων, το μοναδικό ρόλο, που λειτουργεί σαν το ενιαίο κόμμα του συστήματος, πάνω από τις επιμέρους διαφορές και συμφέροντα που αυτό το σύστημα δημιουργεί. Κι αυτό αποδεί­χνεται από το γεγονός ότι όλα τα «κόμματα» πρέπει να είναι του συστή­ματος, καταργώντας έτσι κάθε δυνατό­τητα να υπάρχει κριτική και πολύ πε­ρισσότερο αυτοκριτική. Η τόσο διαφη­μιζόμενη ελευθερία που λέει ότι υπε­ρασπίζει το σύστημα, πεθαίνει δια στόματος των πολιτικών του και των χρηματιστικών κύκλων καθημερινά.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΙΑΙΑΣ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ

Τα προγράμματα της Λα Φάλντα και Χουέρτα Γκράντε, όντας προτάσεις της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων γενικά, απέναντι στην κρίση και την αποσύνθεση της κοινωνικής και πολι­τικής ζωής εκείνης της περιόδου, της δεκαετίας 50 και 60 του 20ού αιώνα, είναι επιπλέον ένα σημείο ιστορικής επέμβασης της εργαζόμενης τάξης, σε σχέση με το πώς θα γίνει η ανάπτυξη και σε ποια χώρα θέλουμε να το κά­νουμε. Αλλά γΓ αυτό, στο σημερινό χωροχρόνο, αυτά τα προγράμματα πρέπει ν’ αναλυθούν στα πλαίσια της κρίσης κι ενός κράτους που πρέπει να μετασχηματίσει τον εαυτό του, ενώ θα λύνει τα προβλήματα του 70% του πληθυσμού, αυτού δηλαδή που παρά­γει. Είναι γι’ αυτό που η συζήτηση γύρω από τη συνδικαλιστική ελευθερί­α δεν μπορεί να είναι κάτι το αφηρη­μένο, αλλά να επεμβαίνει ενεργά στην πραγματικότητα της ταξικής πάλης. Κάθε τι που διασπάει το δρόμο της κοινωνικής ενότητας της εργαζόμενης τάξης, πάει ενάντια στην κοινωνική πρόοδο του συνόλου, εκτός από το ότι αντιστρατεύεται το κυρίαρχο στοιχείο, δηλαδή την οργανωμένη συγκεντρο-ποίηση των εργαζόμενων γενικά και ευνοεί τη γραφειοκρατικοποίηση στους συνδικαλιστικούς οργανισμούς. Κι αυτό δεν είναι αιτιατό αλλά αίτιο των σχέσεων παραγωγής και διανο­μής. Γιατί η αστική κοινωνία και η δημοκρατία της επιτρέπει και τροφο­δοτεί τη συνδικαλιστική οργάνωση εκείνη που θα είναι μια ασφαλιστική δικλείδα ανάμεσα στην ιδιωτική, επι­χειρηματική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τους παραγωγούς, τα εργατικά χέρια, τους εργαζόμενους, όλο αυτό το έχουμε αναλύσει και το έχουμε προτείνει για συζήτηση.

Οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί και μαζί τους η γραφειοκρατία, όπως η κρατική και η συνδικαλιστική, παρου­σιάζεται σαν μια φυσική ανάγκη της λειτουργίας των οργανισμών και δι­καιολογεί την ύπαρξη της σαν αναντι­κατάστατη. Αλλά από τη στιγμή που για την ώρα είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, αυτή η σχέση όρ-γανο-ρόλος-κοινωνική βάση, έχει ένα φυσικό αντίδοτο, αν αυτό γίνει μέρος αυτής της σχέσης και λειτουργίας: Είναι η επέμβαση των κοινωνικών βάσεων. Κι αυτό δεν μπορεί να παρα­χθεί με προχειρότητα και αναρχία, αλλά μέσα από την αλλαγή της ΤΑΞΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ της διάρθρωσης των οργανισμών, όπως και του ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, παύοντας αυτό ν’ αντιπρο­σωπεύει και δήθεν εξίσου, τη συγκέ­ντρωση του καπιταλισμού και τις ερ­γαζόμενες μάζες που παράγουν. Ση­μαίνει να υπάρξει μια άρνηση του παλιού ρόλου του κράτους σαν θερμι-δόρ, σαν «δικλείδα» και να περάσει στο ν’ αντιπροσωπεύει ΤΑ ΣΥΜΦΕ­ΡΟΝΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΟ­ΔΟΥ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Για το ρόλο του κράτους, αυτό σημαίνει να το με­τασχηματίσουμε σ’ ένα ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙ­ΚΟ ΚΡΑΤΟΣ, που θα δημιουργεί και θα παροτρύνει τη λειτουργία της λαϊ­κής συμμετοχής των βάσεων. Είναι ψέμα ότι οι βάσεις, οι εργαζόμενες μάζες, δε θέλουν να συμμετέχουν, ότι είναι κοινωνικά ατομιστικές. Όλη η ιστορία και ο τωρινός χωροχρόνος δείχνουν ότι όταν ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει και Ν’ ΑΠΟ­ΦΑΣΙΖΕΙ, το κάνει και το στηρίζει αυ­τό ακόμα και σε βάρος της ίδιας του της ζωής.

Έτσι, το να προτείνει κανείς τη «συνδικαλιστική ελευθερία» αφηρημέ­να, είναι τόσο αρνητικό, όσο και ο ρόλος της συνδικαλιστικής γραφειο­κρατίας. Η ανάγκη να στηρίξουμε την ενιαία CGT (ΓΣΕ), τα Ενιαία Συνδικά­τα ανά Βιομηχανία, προέρχεται από την ανάγκη για συγκέντρωση της ε­ξουσίας των εργαζομένων. Κι αυτό γιατί στο βάθος, σήμερα Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ ΣΤΙΣ ΜΕΡΙΚΕΣ ΔΙΕΚΔΙ­ΚΗΣΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΙΣ Ε­ΝΑΡΜΟΝΙΖΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΗΣ ΤΑ­ΞΗΣ, ΣΕ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑ­ΓΚΑΙΟ ΝΑ ΕΠΑΝΙΔΡΥΘΕΙ, με μια κυ­βέρνηση που θα μπορεί να εφαρμόζει ένα πρόγραμμα Εθνικό, Λαϊκό κι Επα­ναστατικό.

Αυτό δημιουργεί μια αντιπαράθεση ανάμεσα, στη μαφιόζικη δύναμη που αναπτύσσεται στους μηχανισμούς που παροτρύνονται και στηρίζονται από το αστικό κράτος των επιχειρημα­τιών, από τη μια μεριά, και τις κοινω­νικές βάσεις από την άλλη. Αλλά είναι αυτόν τον συσχετισμό, που είναι από­λυτα πολιτικός κι όχι συνδικαλιστικός και διεκδικητικός, αυτόν που πρέπει ν’ αναπτύξουν σαν αναγκαία στρατηγι­κή, τα κόμματα του λαϊκού, εθνικού κι επαναστατικού στρατοπέδου. Το να προβάλει κανείς οποιαδήποτε άλλη προοπτική συγκρούεται με την ιστορι­κή εξυπνάδα των εργαζομένων, ιδιαί­τερα του προλεταριάτου, από καταβο­λής του, σαν κοινωνική τάξη και μάζα.

Το σύστημα της καπιταλιστικής πα­ραγωγής, έτσι όπως σε μια περίοδο τροφοδότησε τη γραφειοκρατία στα συνδικάτα, δίνοντας προνόμια και κοινωνική προοπτική στους ηγέτες κείνους, που ήταν πιο επιρρεπείς στο να κερδιστούν από το σύστημα αυτό και στο μεταξύ ενίσχυσε τα συνδικά­τα, τώρα στηρίζει με κάθε τρόπο τη γενίκευση των μίνι συνδικάτων, αυτών που αφορούν τον κάθε παραγωγικό τομέα, γιατί εκτός των άλλων αυτό αποδυναμώνει τη δυνατότητα συζήτη­σης γύρω από το ρόλο και την αξία των δυνάμεων της εργασίας, που στη­ρίζονται στην υψηλή τεχνολογία και τη ρομποτοποίηση της παραγωγής των αγαθών και των υπηρεσιών.

Η καλύτερη υπεράσπιση της λεγόμε­νης συνδικαλιστικής ελευθερίας περ­νάει από τη συζήτηση στο εσωτερικό των οργανισμών της εργαζόμενης τάξης, με βάση ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ (όπως της Χουέρτα Γκράντε και Λα Φάλντα), αλλά μαζί μ’ αυτό και ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ. Να μη μένουμε στην «ουτοπία», έτσι όπως αρέσει σε ορισμένους συντρόφους να βλέπουν την ταξική πάλη, αλλά να τη βάζουμε σε πράξη, τόσο όσο αφορά τις μισθω­τικές διεκδικήσεις και τις κοινωνικές κατακτήσεις, όσο και την ανοικοδόμη­ση και την επανίδρυση της ίδιας της χώρας.

Τα παραδείγματα στη Λατινική Αμε­ρική αυτή τη στιγμή είναι άφθονα σ’ αυτό το δρόμο. Δεν υπάρχει αφηρημέ­να συνδικαλιστική διέξοδος, αυτόνομη από την πολιτική ζωή και την πάλη για την εξουσία. Κι αυτό δεν είναι μό­νο το να πάμε στην κυβέρνηση, αλλά να κατακτήσουμε την οικονομική εξου­σία πάνω στην παραγωγή, για να μπορέσουμε να οργανώσουμε την κοινωνική διανομή του εθνικού εισο­δήματος.

Ελισαίο Ραμίρεζ, 15/11/2009