Λέον Κριστάλλι 5/12/2011
Πρέπει ν’ αναπτύξουμε μια πολιτική στον τωρινό χωροχρόνο, για να μπορέσουμε ν’ αναπτύξουμε μια λογική πορεία, που θα ενώνει, θα συγκεντρώνει τις τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις, αυτές τις στιγμές των κινητοποιήσεων στην Ελλάδα, αλλά που δεν έχουν μια ξεκάθαρη ηγεσία γύρω από το «τι πρέπει να κάνουμε», για να χρησιμοποιήσουμε με γενική έννοια, τον τίτλο του βιβλίου του Λένιν: Τι Να Κάνουμε.
Η ανθρωπότητα συζητάει ανοιχτά το πρόγραμμα της μετάβασης στο σοσιαλισμό. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πάνω σ’ αυτό. Τώρα, σε ποιους χωροχρόνους, παγκόσμιους και τοπικούς, σε κάθε χώρα, ακόμα και σε κάθε γωνιά της αυτό προωθείται; Πρόκειται για κάτι το κεντρικό για να μπορέσουμε να διατυπώσουμε μια πολιτική που θα επιτρέψει να συγκεντρώσει τη δύναμη των μαζών.
Απέναντι στην έκκληση του Παπανδρέου για Δημοψήφισμα, είπαμε ότι «η κρίση συγκεντρώνεται». Δεν ήταν απλά ένας περιστασιακός ελιγμός μιας σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας σε κρίση, αλλά μια επιβολή των περιστάσεων: της κοινωνικής εξέγερσης των μαζών, που δεν θέλουν, ούτε θα πληρώσουν το κοινωνικό κόστος, σε ποιότητα ζωής, αυτής της τελικής κρίσης του συστήματος.
Αναλύουμε έτσι τη συγκεντρωμένη εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος. Η έκκληση για Δημοψήφισμα δεν είναι ξένη με το μεταβατικό πρόγραμμα, αλλά συνέπεια του αντικειμενικού μεταβατικού προγράμματος που προβάλει η ανθρωπότητα, τελικά η εξέγερση των παραγωγικών δυνάμεων που πρόβλεψαν οι Μαρξ και Ένγκελς. Είναι η πάλη, σε πρώτη φάση, για τις διεκδικήσεις του Μεταβατικού Προγράμματος.
Η μεγαλοφυΐα, σε ιστορική προοπτική, του Λέον Τρότσκι, συγκεντρωμένα, είναι ότι μας άφησε το πρόγραμμα που η ανθρωπότητα θα χρειαστεί σαν άξονα, για την επιβίωσή της, σαν ανθρώπινο είδος και σαν φύση, συγκρατώντας και συντρίβοντας από τα μέσα το καπιταλιστικό σύστημα.
Το μεταβατικό πρόγραμμα, χωρίς αμφιβολία, δεν είναι ο σοσιαλισμός, αλλά ανοίγει τις πόρτες για τη συζήτηση κι εφαρμογή οικονομικών, εργασιακών και κοινωνικών μέτρων, που στηρίζονται στην οικοδόμηση νέων ταξικών συσχετισμών, στο δρόμο προς το τελικό ξεπέρασμα του καπιταλιστικού συστήματος.
Δεν προτείνει «να πάρουμε τα όπλα…», αλλά να συνειδητοποιήσουμε το τι πρέπει να κατακτήσουμε στο δρόμο της προόδου προς το σοσιαλισμό. Αυτή δεν είναι μια πολιτική ούτε οπορτουνιστική, ούτε του λίγο λίγο, ούτε πολύ περισσότερο βοναπαρτιστική, απέναντι στις κυβερνήσεις του συστήματος, αλλά ένα εργαλείο σε διαρκή οικοδόμηση, αναγκαίο για την πολιτική ανύψωση της ταξικής πάλης.
Όλες αυτές τις μέρες, εκατοντάδες χιλιάδες σε όλη την Ελλάδα διαμαρτύρονταν αγωνιστικά στους δρόμους. Τα Κόμματα και τα συνδικάτα ήταν μέρος αυτής της μαζικής ανάπτυξης. Παρόλα αυτά, ήταν μια μαζική κοινωνική δύναμη, με τεράστιο δυναμικό στο εσωτερικό της, αλλά με λίγο βάρος όσο αφορά το πρακτικό, συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Το ΝΑΙ ή ΟΧΙ σ’ ένα Δημοψήφισμα, παρουσιάζεται αυτές τις στιγμές σαν μια επιλογή, που θα μπορούσε να αποπροσανατολίσει αυτό το αντικειμενικό περιεχόμενο, αλλά όχι το περιεχόμενο του υποκειμένου της πορείας. Εμείς δεν ήμασταν αυτοί που προωθούμε αυτό το αστικό «Δημοψήφισμα», μέσα στο σύστημα, αλλά κατανοούμε ότι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν απέναντι στη δημοκρατία των μαζών, στην κοινωνική πίεση των ελληνικών μαζών κι όχι της EE, του Ευρώ, ή του ΔΝΤ.
Εμείς επιμένουμε ότι το «δημοψήφισμα» που προτάθηκε από τον Παπανδρέου, δεν ήταν δική του επιλογή, αλλά προϊόν και επιβολή των ταξικών συσχετισμών. Το να το ερμηνεύσουμε αυτό σωστά και να επέμβουμε σ’ αυτό, ήταν για να δώσουμε ένα οργανωτικό κέντρο του υποκειμένου, που μ’ αυτό τον τρόπο θα ενωνόταν με την αντικειμενική πορεία της πάλης των εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων, της μεσαίας τάξης, των επαγγελματιών, κτλ, στους δρόμους όλης της Ελλάδας. Σήμαινε να ανθίσει, στην πράξη το μεταβατικό πρόγραμμα, έστω κι αν δεν κατονομαζόταν έτσι, ή παρουσιαζόταν έτσι παντού. Ήταν να σπάσει ο άξονας του καπιταλιστικού συστήματος. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, η κεφαλή του καπιταλιστικού συστήματος συμπέρανε ότι «αν γίνει το δημοψήφισμα δεν θα υπάρξει συμφωνία για την Ελλάδα και η Ελλάδα θα βρεθεί σε πτώχευση, σε στάση πληρωμών, που θα μολύνει όλους μας». Είναι γιατί μετά από ένα δημοψήφισμα μαζικό, όπου θα θριάμβευε το ΟΧΙ, αυτό που θα έχανε ήταν το καπιταλιστικό σύστημα, γιατί θα ενώνονταν από τα κάτω όλοι οι τομείς του λαού, που περιλαμβάνουν κατώτερα και μεσαία στρώματα της ελληνικής αστικής τάξης.
Δημιουργήθηκαν οι συνθήκες όπου, ένα κέντρο μ’ ένα πρόγραμμα, που θα ξεκινούσε από ένα ΟΧΙ στην επέμβαση του ιμπεριαλισμού και στον έλεγχο του πάνω στην Ελλάδα και θ’ ανέπτυσσε τις συνθήκες όπου, το πρόγραμμα των συγκεκριμένων, άμεσων διεκδικήσεων, θα εκφραζόταν πέρα και πάνω από τις ίδιες τις προθέσεις και τα συμφέροντα των ίδιων των ηγεσιών που προτείνουν το δημοψήφισμα. Τελικά αυτό είναι το πρόβλημα της χρηματιστικής κερδοσκοπικής κρίσης. Γι’ αυτό υπήρξε και η βίαιη αντίδραση της Γερμανίας και της Γαλλίας στ’ όνομα του παγκόσμιου καπιταλισμού. Γιατί εκτός από τα άλλα, το δημοψήφισμα στην Ελλάδα θα άνοιγε τις πόρτες στην επέμβαση των μαζών της κάθε χώρας. Των «αγανακτισμένων» που αναζητούν έναν πολιτικό άξονα, για να μπορέσουν να χτυπήσουν με προοπτική και συγκεκριμένες επιτυχίες.
Χωρίς να είναι το ίδιο κοινωνικό δυναμικό, στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή το δημοψήφισμα αντιστοιχούσε σε μια Γενική Απεργία, που συγκεντρωνόταν γύρω από μια ενιαία διεκδίκηση, ενωτική για όλο το λαό. Το πρόβλημα του να προτείνουμε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα και πολιτική, έβρισκε αυτό τον κεντρικό άξονα: ΟΧΙ στην ιμπεριαλιστική πολιτική, των τραπεζικών και χρηματιστικών πολυεθνικών, που όπως από τη Γερμανία, δανείζουν δισεκατομμύρια δολάρια, με τοκογλυφικούς όρους, για να τα πάρουν πίσω με δύο τρόπους: Μέσα από την υποταγή της χώρας στο Εξωτερικό Χρέος, που ξεπερνάει δυόμιση φορές το ΑΕΠ και τη διαρκή εξάρτησή της από τις επιχειρήσεις τους και από το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας, όπου το 60% των προϊόντων που χρησιμοποιεί ο λαός έχει γερμανική προέλευση. Να λοιπόν ποιο θα έπρεπε να είναι το μεταβατικό πρόγραμμα, εκεί βρίσκεται το «τι να κάνουμε».
Ο Παπανδρέου πρότεινε το δημοψήφισμα, γιατί ήθελε να σώσει την πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Όπως ήθελε να κάνει και ο Θαπατέρο, που δεν έχει ούτε θαπάτος (παπούτσια) που προχωράνε. Και οι δύο είναι αντιπρόσωποι μιας πολιτικής, που δεν πάει ανοιχτά ενάντια στις μάζες, όπως κάνει η δεξιά (μαύρη ή άσπρη), αλλά «αναζητούν έναν καλό, αναπτυξιακό, διανεμητικό καπιταλισμό». Ενώ οι άλλοι, η δεξιά, αυτό που θέλουν είναι ανοιχτά να συγκεντρώσουν το κεφάλαιο. Είναι εκεί που όλοι τους συντρίβονται.
Το Μεταβατικό Πρόγραμμα, για να εφαρμόσει συγκεκριμένα το «ίδιος μισθός για ίδια εργασία», «Κινητή Κλίμακα των Ωρών Εργασίας (μείωση των ωρών), χωρίς μείωση του μισθού»,
«Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή των μισθών», «Αύξηση των μισθών σε αξιοπρεπή επίπεδα», οδηγεί στον Κρατικό Σχεδιασμό και στην αναδιανομή της οικονομίας και του εθνικού εισοδήματος. Κι όλα αυτά είναι μέτρα αντικαπιταλιστικά, χωρίς αμφιβολία, αλλά δεν προτείνουν το σοσιαλισμό σήμερα, αλλά μια μεταβατική φάση, όπου είναι κεντρικός ο ρόλος ενός νέου, Επαναστατικού Κράτους, που εναρμονίζει τις εσωτερικές σχέσεις της κοινωνίας και δίνει την προτεραιότητα στην αξία της εργασίας, απέναντι στο χρηματιστικό κεφάλαιο.
Πρέπει να θυμηθούμε, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, ότι δύο δημοψηφίσματα που αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν οι δικτατορίες της Χιλής και της Ουρουγουάης, τα έχασαν κι τα δύο κι από εκεί άρχισε η τελική πτώση τους. Γιατί το σημαντικό δεν είναι αυτό που αποφαίνονται τα δημοψηφίσματα, η μορφή τους, αλλά το ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ τους, στο χωροχρόνο στον οποίο γίνονται. Και σ’ αυτή τη φάση, οποιοδήποτε μέτρο παίρνει το καπιταλιστικό σύστημα, παραχωρώντας πολιτικό έδαφος απέναντι στις μάζες, γίνεται γι’ αυτό το ίδιο το σύστημα ένας γκρεμός, ένα ρήγμα τεράστιο. Το να κατανοήσουμε τους χωροχρόνους αυτής της φάσης της ιστορίας της ταξικής πάλης, στη φάση της «ειλικρίνειας της ιστορικής πορείας» (Χ. Οράσιο, 1989), είναι θεμελιώδες για την ανοικοδόμηση της κοινωνικής και πολιτικής ηγεσίας, για ν’ ανοικοδομήσει με τη σειρά της την πορεία της ιστορίας.
Ο καπιταλισμός προετοιμάζει κι αν μπορέσει θα εξαπολύσει τον ατομικό πόλεμο, ενάντια στο Ιράν, ή οποιαδήποτε άλλη χώρα που βρίσκεται σε κοινωνική πρόοδο. Αλλά οι μάζες του κόσμου έχουν τη σιγουριά, ότι οι ίδιες είναι η κοινωνική τάξη που εκφράζει κι αντιπροσωπεύει την πρόοδο όλης της ανθρωπότητας κι αυτό τους δίνει την εμπιστοσύνη, ότι θα σταθούμε ικανοί ν’ ανοικοδομήσουμε τον κοινωνικό ιστό στον κόσμο, στο δρόμο του Σοσιαλισμού. Η Ελλάδα είναι μέρος όλου αυτού κι εκεί, αυτός που χρεοκόπησε είναι ο ιμπεριαλισμός και οι ηγεσίες. Οι ελληνικές μάζες θα ξαναχτυπήσουν και θα συγκλονίσουν το σύστημα στην αμέσως προσεχή φάση.
Πρέπει ν’ αναπτύξουμε μια πολιτική στον τωρινό χωροχρόνο, για να μπορέσουμε ν’ αναπτύξουμε μια λογική πορεία, που θα ενώνει, θα συγκεντρώνει τις τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις, αυτές τις στιγμές των κινητοποιήσεων στην Ελλάδα, αλλά που δεν έχουν μια ξεκάθαρη ηγεσία γύρω από το «τι πρέπει να κάνουμε», για να χρησιμοποιήσουμε με γενική έννοια, τον τίτλο του βιβλίου του Λένιν: Τι Να Κάνουμε.
Η ανθρωπότητα συζητάει ανοιχτά το πρόγραμμα της μετάβασης στο σοσιαλισμό. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πάνω σ’ αυτό. Τώρα, σε ποιους χωροχρόνους, παγκόσμιους και τοπικούς, σε κάθε χώρα, ακόμα και σε κάθε γωνιά της αυτό προωθείται; Πρόκειται για κάτι το κεντρικό για να μπορέσουμε να διατυπώσουμε μια πολιτική που θα επιτρέψει να συγκεντρώσει τη δύναμη των μαζών.
Απέναντι στην έκκληση του Παπανδρέου για Δημοψήφισμα, είπαμε ότι «η κρίση συγκεντρώνεται». Δεν ήταν απλά ένας περιστασιακός ελιγμός μιας σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας σε κρίση, αλλά μια επιβολή των περιστάσεων: της κοινωνικής εξέγερσης των μαζών, που δεν θέλουν, ούτε θα πληρώσουν το κοινωνικό κόστος, σε ποιότητα ζωής, αυτής της τελικής κρίσης του συστήματος.
Αναλύουμε έτσι τη συγκεντρωμένη εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος. Η έκκληση για Δημοψήφισμα δεν είναι ξένη με το μεταβατικό πρόγραμμα, αλλά συνέπεια του αντικειμενικού μεταβατικού προγράμματος που προβάλει η ανθρωπότητα, τελικά η εξέγερση των παραγωγικών δυνάμεων που πρόβλεψαν οι Μαρξ και Ένγκελς. Είναι η πάλη, σε πρώτη φάση, για τις διεκδικήσεις του Μεταβατικού Προγράμματος.
Η μεγαλοφυΐα, σε ιστορική προοπτική, του Λέον Τρότσκι, συγκεντρωμένα, είναι ότι μας άφησε το πρόγραμμα που η ανθρωπότητα θα χρειαστεί σαν άξονα, για την επιβίωσή της, σαν ανθρώπινο είδος και σαν φύση, συγκρατώντας και συντρίβοντας από τα μέσα το καπιταλιστικό σύστημα.
Το μεταβατικό πρόγραμμα, χωρίς αμφιβολία, δεν είναι ο σοσιαλισμός, αλλά ανοίγει τις πόρτες για τη συζήτηση κι εφαρμογή οικονομικών, εργασιακών και κοινωνικών μέτρων, που στηρίζονται στην οικοδόμηση νέων ταξικών συσχετισμών, στο δρόμο προς το τελικό ξεπέρασμα του καπιταλιστικού συστήματος.
Δεν προτείνει «να πάρουμε τα όπλα…», αλλά να συνειδητοποιήσουμε το τι πρέπει να κατακτήσουμε στο δρόμο της προόδου προς το σοσιαλισμό. Αυτή δεν είναι μια πολιτική ούτε οπορτουνιστική, ούτε του λίγο λίγο, ούτε πολύ περισσότερο βοναπαρτιστική, απέναντι στις κυβερνήσεις του συστήματος, αλλά ένα εργαλείο σε διαρκή οικοδόμηση, αναγκαίο για την πολιτική ανύψωση της ταξικής πάλης.
Όλες αυτές τις μέρες, εκατοντάδες χιλιάδες σε όλη την Ελλάδα διαμαρτύρονταν αγωνιστικά στους δρόμους. Τα Κόμματα και τα συνδικάτα ήταν μέρος αυτής της μαζικής ανάπτυξης. Παρόλα αυτά, ήταν μια μαζική κοινωνική δύναμη, με τεράστιο δυναμικό στο εσωτερικό της, αλλά με λίγο βάρος όσο αφορά το πρακτικό, συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Το ΝΑΙ ή ΟΧΙ σ’ ένα Δημοψήφισμα, παρουσιάζεται αυτές τις στιγμές σαν μια επιλογή, που θα μπορούσε να αποπροσανατολίσει αυτό το αντικειμενικό περιεχόμενο, αλλά όχι το περιεχόμενο του υποκειμένου της πορείας. Εμείς δεν ήμασταν αυτοί που προωθούμε αυτό το αστικό «Δημοψήφισμα», μέσα στο σύστημα, αλλά κατανοούμε ότι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν απέναντι στη δημοκρατία των μαζών, στην κοινωνική πίεση των ελληνικών μαζών κι όχι της EE, του Ευρώ, ή του ΔΝΤ.
Εμείς επιμένουμε ότι το «δημοψήφισμα» που προτάθηκε από τον Παπανδρέου, δεν ήταν δική του επιλογή, αλλά προϊόν και επιβολή των ταξικών συσχετισμών. Το να το ερμηνεύσουμε αυτό σωστά και να επέμβουμε σ’ αυτό, ήταν για να δώσουμε ένα οργανωτικό κέντρο του υποκειμένου, που μ’ αυτό τον τρόπο θα ενωνόταν με την αντικειμενική πορεία της πάλης των εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων, της μεσαίας τάξης, των επαγγελματιών, κτλ, στους δρόμους όλης της Ελλάδας. Σήμαινε να ανθίσει, στην πράξη το μεταβατικό πρόγραμμα, έστω κι αν δεν κατονομαζόταν έτσι, ή παρουσιαζόταν έτσι παντού. Ήταν να σπάσει ο άξονας του καπιταλιστικού συστήματος. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, η κεφαλή του καπιταλιστικού συστήματος συμπέρανε ότι «αν γίνει το δημοψήφισμα δεν θα υπάρξει συμφωνία για την Ελλάδα και η Ελλάδα θα βρεθεί σε πτώχευση, σε στάση πληρωμών, που θα μολύνει όλους μας». Είναι γιατί μετά από ένα δημοψήφισμα μαζικό, όπου θα θριάμβευε το ΟΧΙ, αυτό που θα έχανε ήταν το καπιταλιστικό σύστημα, γιατί θα ενώνονταν από τα κάτω όλοι οι τομείς του λαού, που περιλαμβάνουν κατώτερα και μεσαία στρώματα της ελληνικής αστικής τάξης.
Δημιουργήθηκαν οι συνθήκες όπου, ένα κέντρο μ’ ένα πρόγραμμα, που θα ξεκινούσε από ένα ΟΧΙ στην επέμβαση του ιμπεριαλισμού και στον έλεγχο του πάνω στην Ελλάδα και θ’ ανέπτυσσε τις συνθήκες όπου, το πρόγραμμα των συγκεκριμένων, άμεσων διεκδικήσεων, θα εκφραζόταν πέρα και πάνω από τις ίδιες τις προθέσεις και τα συμφέροντα των ίδιων των ηγεσιών που προτείνουν το δημοψήφισμα. Τελικά αυτό είναι το πρόβλημα της χρηματιστικής κερδοσκοπικής κρίσης. Γι’ αυτό υπήρξε και η βίαιη αντίδραση της Γερμανίας και της Γαλλίας στ’ όνομα του παγκόσμιου καπιταλισμού. Γιατί εκτός από τα άλλα, το δημοψήφισμα στην Ελλάδα θα άνοιγε τις πόρτες στην επέμβαση των μαζών της κάθε χώρας. Των «αγανακτισμένων» που αναζητούν έναν πολιτικό άξονα, για να μπορέσουν να χτυπήσουν με προοπτική και συγκεκριμένες επιτυχίες.
Χωρίς να είναι το ίδιο κοινωνικό δυναμικό, στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή το δημοψήφισμα αντιστοιχούσε σε μια Γενική Απεργία, που συγκεντρωνόταν γύρω από μια ενιαία διεκδίκηση, ενωτική για όλο το λαό. Το πρόβλημα του να προτείνουμε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα και πολιτική, έβρισκε αυτό τον κεντρικό άξονα: ΟΧΙ στην ιμπεριαλιστική πολιτική, των τραπεζικών και χρηματιστικών πολυεθνικών, που όπως από τη Γερμανία, δανείζουν δισεκατομμύρια δολάρια, με τοκογλυφικούς όρους, για να τα πάρουν πίσω με δύο τρόπους: Μέσα από την υποταγή της χώρας στο Εξωτερικό Χρέος, που ξεπερνάει δυόμιση φορές το ΑΕΠ και τη διαρκή εξάρτησή της από τις επιχειρήσεις τους και από το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας, όπου το 60% των προϊόντων που χρησιμοποιεί ο λαός έχει γερμανική προέλευση. Να λοιπόν ποιο θα έπρεπε να είναι το μεταβατικό πρόγραμμα, εκεί βρίσκεται το «τι να κάνουμε».
Ο Παπανδρέου πρότεινε το δημοψήφισμα, γιατί ήθελε να σώσει την πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Όπως ήθελε να κάνει και ο Θαπατέρο, που δεν έχει ούτε θαπάτος (παπούτσια) που προχωράνε. Και οι δύο είναι αντιπρόσωποι μιας πολιτικής, που δεν πάει ανοιχτά ενάντια στις μάζες, όπως κάνει η δεξιά (μαύρη ή άσπρη), αλλά «αναζητούν έναν καλό, αναπτυξιακό, διανεμητικό καπιταλισμό». Ενώ οι άλλοι, η δεξιά, αυτό που θέλουν είναι ανοιχτά να συγκεντρώσουν το κεφάλαιο. Είναι εκεί που όλοι τους συντρίβονται.
Το Μεταβατικό Πρόγραμμα, για να εφαρμόσει συγκεκριμένα το «ίδιος μισθός για ίδια εργασία», «Κινητή Κλίμακα των Ωρών Εργασίας (μείωση των ωρών), χωρίς μείωση του μισθού»,
«Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή των μισθών», «Αύξηση των μισθών σε αξιοπρεπή επίπεδα», οδηγεί στον Κρατικό Σχεδιασμό και στην αναδιανομή της οικονομίας και του εθνικού εισοδήματος. Κι όλα αυτά είναι μέτρα αντικαπιταλιστικά, χωρίς αμφιβολία, αλλά δεν προτείνουν το σοσιαλισμό σήμερα, αλλά μια μεταβατική φάση, όπου είναι κεντρικός ο ρόλος ενός νέου, Επαναστατικού Κράτους, που εναρμονίζει τις εσωτερικές σχέσεις της κοινωνίας και δίνει την προτεραιότητα στην αξία της εργασίας, απέναντι στο χρηματιστικό κεφάλαιο.
Πρέπει να θυμηθούμε, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, ότι δύο δημοψηφίσματα που αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν οι δικτατορίες της Χιλής και της Ουρουγουάης, τα έχασαν κι τα δύο κι από εκεί άρχισε η τελική πτώση τους. Γιατί το σημαντικό δεν είναι αυτό που αποφαίνονται τα δημοψηφίσματα, η μορφή τους, αλλά το ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ τους, στο χωροχρόνο στον οποίο γίνονται. Και σ’ αυτή τη φάση, οποιοδήποτε μέτρο παίρνει το καπιταλιστικό σύστημα, παραχωρώντας πολιτικό έδαφος απέναντι στις μάζες, γίνεται γι’ αυτό το ίδιο το σύστημα ένας γκρεμός, ένα ρήγμα τεράστιο. Το να κατανοήσουμε τους χωροχρόνους αυτής της φάσης της ιστορίας της ταξικής πάλης, στη φάση της «ειλικρίνειας της ιστορικής πορείας» (Χ. Οράσιο, 1989), είναι θεμελιώδες για την ανοικοδόμηση της κοινωνικής και πολιτικής ηγεσίας, για ν’ ανοικοδομήσει με τη σειρά της την πορεία της ιστορίας.
Ο καπιταλισμός προετοιμάζει κι αν μπορέσει θα εξαπολύσει τον ατομικό πόλεμο, ενάντια στο Ιράν, ή οποιαδήποτε άλλη χώρα που βρίσκεται σε κοινωνική πρόοδο. Αλλά οι μάζες του κόσμου έχουν τη σιγουριά, ότι οι ίδιες είναι η κοινωνική τάξη που εκφράζει κι αντιπροσωπεύει την πρόοδο όλης της ανθρωπότητας κι αυτό τους δίνει την εμπιστοσύνη, ότι θα σταθούμε ικανοί ν’ ανοικοδομήσουμε τον κοινωνικό ιστό στον κόσμο, στο δρόμο του Σοσιαλισμού. Η Ελλάδα είναι μέρος όλου αυτού κι εκεί, αυτός που χρεοκόπησε είναι ο ιμπεριαλισμός και οι ηγεσίες. Οι ελληνικές μάζες θα ξαναχτυπήσουν και θα συγκλονίσουν το σύστημα στην αμέσως προσεχή φάση.