Η δεξιά ψάχνει απελπισμένα -όρος που δείχνει πολιτικά την κατάσταση της- πώς θα μπορέσει να επωφεληθεί από την κρίση ανόδου του εθνικού και λαϊκού προτσές, πώς θα χρησιμοποιήσει τις αδυναμίες του αντιπάλου και να πετύχει ένα σταθερό σημείο στήριξης, για να σταματήσει και να συντρίψει προς την αντίθετη κατεύθυνση την κοινωνική πρόοδο, αυτό που από την άλλη πλευρά αναπτύσσεται και να εμποδίσει ώστε αυτή η κατάσταση πραγμάτων και η αντικειμενική πορεία που βρίσκεται σ’ εξέλιξη, να κάνει το άλμα, από Εθνικό και Λαϊκό, σε επίσης Επαναστατικό, που είναι η αναγκαία και αναντικατάστατη φάση για να σταθεροποιηθεί αυτό που έχει ήδη κατακτηθεί.
Σ’ αυτό το δρόμο της αποσταθεροποίησης προχωράνε μέσα από τα ΜΜΕ, μέσα από την εκστρατεία για «ανασφάλεια». Όπως επίσης και ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε μια πορεία ασταμάτητης πτώσης, σαν το «ναυάγιο» που απεικονίζει ο Χ.Μ. Σόλα στις «διαμάχες της γειτονιάς» της Γκροντό-να. Εκεί παρουσιάζεται, με μια μορφή λιγότερο χονδροειδή, αυτό που η Κασσάνδρα των πολιτικών κατακλυσμών Ελίζα Καρριό αναγγέλλει κάθε μέρα.
Η διαρθρωτική βάση της τωρινής κρίσης περνάει από την ανάγκη να ενισχυθεί από τη μια μεριά μια πολιτική πορεία, που ξεκίνησε από την αποσύνθεση του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού συστήματος, αλλά που δεν έπαψε να είναι καπιταλιστικό, από την ταξική του φύση κι από την άλλη μια κοινωνική πορεία, που έχει ξεκινήσει και που απαιτεί την αλλαγή αυτού του συστήματος. Η κρίση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, που αυτή τη φορά δεν είναι μέρος του προτσές της εξάπλωσης του, ή κυκλική, φτάνει στην εθνική οικονομία με τις μορφές και τις ιδιαιτερότητες της χώρας, αλλά δεν διαφέρει, όσο αφορά τις εντεινόμενες ανισότητες και το βάθος που τη βυθίζουν. Μια πορεία που εκφράζεται στο ότι, από τη μια μεριά η πολιτική της κυβέρνησης της Κριστίνα Κίρχνερ έχει ανάγκη από την κοινωνική οργανωμένη επέμβαση του λαού, για να μπορέσει να συμπήξει ένα Ενιαίο Μέτωπο με τους εργαζόμενους, ενεργούς ή αποκλεισμένους από το σύστημα και παίρνει μέτρα που θίγουν τη διάρθρωση του καπιταλιστικού συστήμα-τ°ζ τΠζ χώρας κι από την άλλη η δεξιά, που ξέροντας ότι αυτή η πορεία μπορεί να στραφεί κατευθείαν ενάντια στο σύστημα, προσπαθεί απεγνωσμένα να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα ευνοήσουν το πισωγύρισμα και σε μερικές όψεις την αντεπανάσταση, πολύ πίσω από το επίπεδο που έχει πετύχει το σημερινό κοινωνικοπολιτικό προτσές.
ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η κυβέρνηση κινείται ανάμεσα σε μέτρα που θίγουν τη διάρθρωση του συστήματος και σε πολιτικές προτάσεις που αναζητούν μια συναίνεση. Η πολιτική της συμφιλίωσης, της οποίας η πιο βαθιά έκφραση είναι το σχέδιο για την Πολιτική Μεταρρύθμιση, στοχεύει σε μια συναίνεση με το πολιτικό κέντρο, που αντιπροσωπεύεται από τομείς του UCR (Ριζοσπαστική Ένωση), αλλά ανοίγει τις πόρτες και στο PRO (Ρεπουμπλικανική Πρόταση), όπως και στη CC (Συμμαχία Πολιτών), που είναι μέρος αυτού που αύριο θα είναι το αντιδραστικό μέτωπο, ή η τωρινή εκδοχή της Δημοκρατικής Ένωσης του 1946, αλλά στον τωρινό χωροχρόνο (και χωρίς τη συμμετοχή του ΚΚ Αργεντινής σ’ αυτό, σημ. μετάφρ.).
Μια πολιτική που αν δεν αλλάξει σαν αντίληψη, όσο αφορά του τι αντιπροσωπεύει κοινωνικά, γιατί και σε ποια στρώματα του πληθυσμού απευθύνεται, τείνει ν’ αφεθεί στα χέρια των 4 ή 5 «επίσημων κομμάτων», όλων του συστήματος, αφήνοντας έξω ακόμα και τομείς που είναι η κοινωνική βάση στήριξης της τωρινής κυβέρνησης. Μια αναδιάταξη των δυνάμεων που καθορίζει θεσμικά μια μοντέρνα εκδοχή, του ονομαζόμενου κλασικού δικομματισμού, των φάσεων εκείνων, όπου ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός ήθελε να διαρθρώσει μια εθνική αστική τάξη, με συμφέροντα στην εσωτερική αγορά και κατέληξε στο να δημιουργήσει το καθεστώς των χρηματιστικών τομέων, που δεν μετείχαν στην παραγωγή, ούτε καν με τη συμμετοχή των εργατικών χεριών της χώρας, παραβιάζοντας έτσι ακόμα κι αυτό που θα έπρεπε να είναι η εγκαθίδρυση μιας εθνικής αστικής τάξης, που υποτίθεται ότι θ’ αντιπροσώπευε το 50% του εθνικού εισοδήματος, σε σχέση και με το υπόλοιπο 50% που θ’ αντιστοιχούσε στις δυνάμεις τις εργασίας, σύμφωνα με τη θεωρία, που ποτέ δεν εφαρμόστηκε, εξαιτίας της αδυναμίας της ίδιας της διάρθρωσης του κεφαλαίου και της συγκεκριμένης εκμεταλλευτικής του σχέσης με την εργασία. Δεν μπορεί να έχει και ν’ αναπτύξει συνέπεια, ούτε η λειτουργία του νεοφιλελεύθερου συστήματος, ούτε αυτού που προσπαθεί ν’ αφήσει άθικτες τις βάσεις πάνω στις οποίες αυτό στηρίζεται. Η πολιτική, όπως εν μέρει πέτυχαν οι δύο τελευταίες κυβερνήσεις, είναι αυτή που καθοδηγεί την οικονομία κι όχι αντίστροφα, όπως προτείνει το ΔΝΤ και οι παλιές συνταγές του «συμφώνου της Ουάσιγκτον». Η τωρινή κρίση δεν είναι χρηματιστική, αλλά οικονομική, γιατί δεν μπορεί να δημιουργήσει αγορά με αγοραστική ικανότητα, αλλά μόνο ανικανοποίητες κοινωνικές ανάγκες κι επιπλέον είναι αποτέλεσμα του ότι είναι αδύνατο να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, αγορά με αγοραστική δύναμη, αν δεν αλλάξει ριζικά ο τρόπος παραγωγής.
Ο Νόμος για τις SCA (Υπηρεσίες Οπτικοακουστικής Επικοινωνίας) έχει ανοίξει μια πολιτική προσδοκία, γύρω από το ότι μπορεί κανείς να πετύχει, μέσα από θεσμικούς δρόμους, βαθιές αλλαγές. Η κατανομή των ΜΜΕ ανάμεσα σε τομείς που σήμερα αποτελούν την κοινωνία, όπως είναι ο ιδιωτικός (καπιταλιστικός), ο Κρατικός και ο Κοινωνικός (συνεταιριστικός, συνδικαλιστικός, κοινωνικά κινήματα, πολιτιστικές οργανώσεις, σύλλογοι και τομείς της εργασίας, κτλ), καθένας από 33%, είναι μια μορφή που πρέπει να συζητηθεί και να εφαρμοστεί και σε σχέση με αυτό που αποτελεί το ΑΕΠ και τη διάρθρωση του. Το πώς δηλαδή θα δρομολογηθεί μια εργατική νομοθεσία, όπου το υποκείμενο να είναι ο εργαζόμενος (η εργατική δύναμη), αφαιρώντας από το σημερινό κεντρικό άξονα, που είναι η ιδιωτική επένδυση και η κατοχή των παραγωγικών μέσων, το μοναδικό ρόλο, που λειτουργεί σαν το ενιαίο κόμμα του συστήματος, πάνω από τις επιμέρους διαφορές και συμφέροντα που αυτό το σύστημα δημιουργεί. Κι αυτό αποδείχνεται από το γεγονός ότι όλα τα «κόμματα» πρέπει να είναι του συστήματος, καταργώντας έτσι κάθε δυνατότητα να υπάρχει κριτική και πολύ περισσότερο αυτοκριτική. Η τόσο διαφημιζόμενη ελευθερία που λέει ότι υπερασπίζει το σύστημα, πεθαίνει δια στόματος των πολιτικών του και των χρηματιστικών κύκλων καθημερινά.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΙΑΙΑΣ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ
Τα προγράμματα της Λα Φάλντα και Χουέρτα Γκράντε, όντας προτάσεις της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων γενικά, απέναντι στην κρίση και την αποσύνθεση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής εκείνης της περιόδου, της δεκαετίας 50 και 60 του 20ού αιώνα, είναι επιπλέον ένα σημείο ιστορικής επέμβασης της εργαζόμενης τάξης, σε σχέση με το πώς θα γίνει η ανάπτυξη και σε ποια χώρα θέλουμε να το κάνουμε. Αλλά γΓ αυτό, στο σημερινό χωροχρόνο, αυτά τα προγράμματα πρέπει ν’ αναλυθούν στα πλαίσια της κρίσης κι ενός κράτους που πρέπει να μετασχηματίσει τον εαυτό του, ενώ θα λύνει τα προβλήματα του 70% του πληθυσμού, αυτού δηλαδή που παράγει. Είναι γι’ αυτό που η συζήτηση γύρω από τη συνδικαλιστική ελευθερία δεν μπορεί να είναι κάτι το αφηρημένο, αλλά να επεμβαίνει ενεργά στην πραγματικότητα της ταξικής πάλης. Κάθε τι που διασπάει το δρόμο της κοινωνικής ενότητας της εργαζόμενης τάξης, πάει ενάντια στην κοινωνική πρόοδο του συνόλου, εκτός από το ότι αντιστρατεύεται το κυρίαρχο στοιχείο, δηλαδή την οργανωμένη συγκεντρο-ποίηση των εργαζόμενων γενικά και ευνοεί τη γραφειοκρατικοποίηση στους συνδικαλιστικούς οργανισμούς. Κι αυτό δεν είναι αιτιατό αλλά αίτιο των σχέσεων παραγωγής και διανομής. Γιατί η αστική κοινωνία και η δημοκρατία της επιτρέπει και τροφοδοτεί τη συνδικαλιστική οργάνωση εκείνη που θα είναι μια ασφαλιστική δικλείδα ανάμεσα στην ιδιωτική, επιχειρηματική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τους παραγωγούς, τα εργατικά χέρια, τους εργαζόμενους, όλο αυτό το έχουμε αναλύσει και το έχουμε προτείνει για συζήτηση.
Οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί και μαζί τους η γραφειοκρατία, όπως η κρατική και η συνδικαλιστική, παρουσιάζεται σαν μια φυσική ανάγκη της λειτουργίας των οργανισμών και δικαιολογεί την ύπαρξη της σαν αναντικατάστατη. Αλλά από τη στιγμή που για την ώρα είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, αυτή η σχέση όρ-γανο-ρόλος-κοινωνική βάση, έχει ένα φυσικό αντίδοτο, αν αυτό γίνει μέρος αυτής της σχέσης και λειτουργίας: Είναι η επέμβαση των κοινωνικών βάσεων. Κι αυτό δεν μπορεί να παραχθεί με προχειρότητα και αναρχία, αλλά μέσα από την αλλαγή της ΤΑΞΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ της διάρθρωσης των οργανισμών, όπως και του ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, παύοντας αυτό ν’ αντιπροσωπεύει και δήθεν εξίσου, τη συγκέντρωση του καπιταλισμού και τις εργαζόμενες μάζες που παράγουν. Σημαίνει να υπάρξει μια άρνηση του παλιού ρόλου του κράτους σαν θερμι-δόρ, σαν «δικλείδα» και να περάσει στο ν’ αντιπροσωπεύει ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Για το ρόλο του κράτους, αυτό σημαίνει να το μετασχηματίσουμε σ’ ένα ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ, που θα δημιουργεί και θα παροτρύνει τη λειτουργία της λαϊκής συμμετοχής των βάσεων. Είναι ψέμα ότι οι βάσεις, οι εργαζόμενες μάζες, δε θέλουν να συμμετέχουν, ότι είναι κοινωνικά ατομιστικές. Όλη η ιστορία και ο τωρινός χωροχρόνος δείχνουν ότι όταν ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει και Ν’ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ, το κάνει και το στηρίζει αυτό ακόμα και σε βάρος της ίδιας του της ζωής.
Έτσι, το να προτείνει κανείς τη «συνδικαλιστική ελευθερία» αφηρημένα, είναι τόσο αρνητικό, όσο και ο ρόλος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Η ανάγκη να στηρίξουμε την ενιαία CGT (ΓΣΕ), τα Ενιαία Συνδικάτα ανά Βιομηχανία, προέρχεται από την ανάγκη για συγκέντρωση της εξουσίας των εργαζομένων. Κι αυτό γιατί στο βάθος, σήμερα Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ ΣΤΙΣ ΜΕΡΙΚΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΙΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΖΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΗΣ ΤΑΞΗΣ, ΣΕ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΝΑ ΕΠΑΝΙΔΡΥΘΕΙ, με μια κυβέρνηση που θα μπορεί να εφαρμόζει ένα πρόγραμμα Εθνικό, Λαϊκό κι Επαναστατικό.
Αυτό δημιουργεί μια αντιπαράθεση ανάμεσα, στη μαφιόζικη δύναμη που αναπτύσσεται στους μηχανισμούς που παροτρύνονται και στηρίζονται από το αστικό κράτος των επιχειρηματιών, από τη μια μεριά, και τις κοινωνικές βάσεις από την άλλη. Αλλά είναι αυτόν τον συσχετισμό, που είναι απόλυτα πολιτικός κι όχι συνδικαλιστικός και διεκδικητικός, αυτόν που πρέπει ν’ αναπτύξουν σαν αναγκαία στρατηγική, τα κόμματα του λαϊκού, εθνικού κι επαναστατικού στρατοπέδου. Το να προβάλει κανείς οποιαδήποτε άλλη προοπτική συγκρούεται με την ιστορική εξυπνάδα των εργαζομένων, ιδιαίτερα του προλεταριάτου, από καταβολής του, σαν κοινωνική τάξη και μάζα.
Το σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής, έτσι όπως σε μια περίοδο τροφοδότησε τη γραφειοκρατία στα συνδικάτα, δίνοντας προνόμια και κοινωνική προοπτική στους ηγέτες κείνους, που ήταν πιο επιρρεπείς στο να κερδιστούν από το σύστημα αυτό και στο μεταξύ ενίσχυσε τα συνδικάτα, τώρα στηρίζει με κάθε τρόπο τη γενίκευση των μίνι συνδικάτων, αυτών που αφορούν τον κάθε παραγωγικό τομέα, γιατί εκτός των άλλων αυτό αποδυναμώνει τη δυνατότητα συζήτησης γύρω από το ρόλο και την αξία των δυνάμεων της εργασίας, που στηρίζονται στην υψηλή τεχνολογία και τη ρομποτοποίηση της παραγωγής των αγαθών και των υπηρεσιών.
Η καλύτερη υπεράσπιση της λεγόμενης συνδικαλιστικής ελευθερίας περνάει από τη συζήτηση στο εσωτερικό των οργανισμών της εργαζόμενης τάξης, με βάση ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ (όπως της Χουέρτα Γκράντε και Λα Φάλντα), αλλά μαζί μ’ αυτό και ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ. Να μη μένουμε στην «ουτοπία», έτσι όπως αρέσει σε ορισμένους συντρόφους να βλέπουν την ταξική πάλη, αλλά να τη βάζουμε σε πράξη, τόσο όσο αφορά τις μισθωτικές διεκδικήσεις και τις κοινωνικές κατακτήσεις, όσο και την ανοικοδόμηση και την επανίδρυση της ίδιας της χώρας.
Τα παραδείγματα στη Λατινική Αμερική αυτή τη στιγμή είναι άφθονα σ’ αυτό το δρόμο. Δεν υπάρχει αφηρημένα συνδικαλιστική διέξοδος, αυτόνομη από την πολιτική ζωή και την πάλη για την εξουσία. Κι αυτό δεν είναι μόνο το να πάμε στην κυβέρνηση, αλλά να κατακτήσουμε την οικονομική εξουσία πάνω στην παραγωγή, για να μπορέσουμε να οργανώσουμε την κοινωνική διανομή του εθνικού εισοδήματος.
Ελισαίο Ραμίρεζ, 15/11/2009
Σ’ αυτό το δρόμο της αποσταθεροποίησης προχωράνε μέσα από τα ΜΜΕ, μέσα από την εκστρατεία για «ανασφάλεια». Όπως επίσης και ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε μια πορεία ασταμάτητης πτώσης, σαν το «ναυάγιο» που απεικονίζει ο Χ.Μ. Σόλα στις «διαμάχες της γειτονιάς» της Γκροντό-να. Εκεί παρουσιάζεται, με μια μορφή λιγότερο χονδροειδή, αυτό που η Κασσάνδρα των πολιτικών κατακλυσμών Ελίζα Καρριό αναγγέλλει κάθε μέρα.
Η διαρθρωτική βάση της τωρινής κρίσης περνάει από την ανάγκη να ενισχυθεί από τη μια μεριά μια πολιτική πορεία, που ξεκίνησε από την αποσύνθεση του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού συστήματος, αλλά που δεν έπαψε να είναι καπιταλιστικό, από την ταξική του φύση κι από την άλλη μια κοινωνική πορεία, που έχει ξεκινήσει και που απαιτεί την αλλαγή αυτού του συστήματος. Η κρίση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, που αυτή τη φορά δεν είναι μέρος του προτσές της εξάπλωσης του, ή κυκλική, φτάνει στην εθνική οικονομία με τις μορφές και τις ιδιαιτερότητες της χώρας, αλλά δεν διαφέρει, όσο αφορά τις εντεινόμενες ανισότητες και το βάθος που τη βυθίζουν. Μια πορεία που εκφράζεται στο ότι, από τη μια μεριά η πολιτική της κυβέρνησης της Κριστίνα Κίρχνερ έχει ανάγκη από την κοινωνική οργανωμένη επέμβαση του λαού, για να μπορέσει να συμπήξει ένα Ενιαίο Μέτωπο με τους εργαζόμενους, ενεργούς ή αποκλεισμένους από το σύστημα και παίρνει μέτρα που θίγουν τη διάρθρωση του καπιταλιστικού συστήμα-τ°ζ τΠζ χώρας κι από την άλλη η δεξιά, που ξέροντας ότι αυτή η πορεία μπορεί να στραφεί κατευθείαν ενάντια στο σύστημα, προσπαθεί απεγνωσμένα να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα ευνοήσουν το πισωγύρισμα και σε μερικές όψεις την αντεπανάσταση, πολύ πίσω από το επίπεδο που έχει πετύχει το σημερινό κοινωνικοπολιτικό προτσές.
ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η κυβέρνηση κινείται ανάμεσα σε μέτρα που θίγουν τη διάρθρωση του συστήματος και σε πολιτικές προτάσεις που αναζητούν μια συναίνεση. Η πολιτική της συμφιλίωσης, της οποίας η πιο βαθιά έκφραση είναι το σχέδιο για την Πολιτική Μεταρρύθμιση, στοχεύει σε μια συναίνεση με το πολιτικό κέντρο, που αντιπροσωπεύεται από τομείς του UCR (Ριζοσπαστική Ένωση), αλλά ανοίγει τις πόρτες και στο PRO (Ρεπουμπλικανική Πρόταση), όπως και στη CC (Συμμαχία Πολιτών), που είναι μέρος αυτού που αύριο θα είναι το αντιδραστικό μέτωπο, ή η τωρινή εκδοχή της Δημοκρατικής Ένωσης του 1946, αλλά στον τωρινό χωροχρόνο (και χωρίς τη συμμετοχή του ΚΚ Αργεντινής σ’ αυτό, σημ. μετάφρ.).
Μια πολιτική που αν δεν αλλάξει σαν αντίληψη, όσο αφορά του τι αντιπροσωπεύει κοινωνικά, γιατί και σε ποια στρώματα του πληθυσμού απευθύνεται, τείνει ν’ αφεθεί στα χέρια των 4 ή 5 «επίσημων κομμάτων», όλων του συστήματος, αφήνοντας έξω ακόμα και τομείς που είναι η κοινωνική βάση στήριξης της τωρινής κυβέρνησης. Μια αναδιάταξη των δυνάμεων που καθορίζει θεσμικά μια μοντέρνα εκδοχή, του ονομαζόμενου κλασικού δικομματισμού, των φάσεων εκείνων, όπου ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός ήθελε να διαρθρώσει μια εθνική αστική τάξη, με συμφέροντα στην εσωτερική αγορά και κατέληξε στο να δημιουργήσει το καθεστώς των χρηματιστικών τομέων, που δεν μετείχαν στην παραγωγή, ούτε καν με τη συμμετοχή των εργατικών χεριών της χώρας, παραβιάζοντας έτσι ακόμα κι αυτό που θα έπρεπε να είναι η εγκαθίδρυση μιας εθνικής αστικής τάξης, που υποτίθεται ότι θ’ αντιπροσώπευε το 50% του εθνικού εισοδήματος, σε σχέση και με το υπόλοιπο 50% που θ’ αντιστοιχούσε στις δυνάμεις τις εργασίας, σύμφωνα με τη θεωρία, που ποτέ δεν εφαρμόστηκε, εξαιτίας της αδυναμίας της ίδιας της διάρθρωσης του κεφαλαίου και της συγκεκριμένης εκμεταλλευτικής του σχέσης με την εργασία. Δεν μπορεί να έχει και ν’ αναπτύξει συνέπεια, ούτε η λειτουργία του νεοφιλελεύθερου συστήματος, ούτε αυτού που προσπαθεί ν’ αφήσει άθικτες τις βάσεις πάνω στις οποίες αυτό στηρίζεται. Η πολιτική, όπως εν μέρει πέτυχαν οι δύο τελευταίες κυβερνήσεις, είναι αυτή που καθοδηγεί την οικονομία κι όχι αντίστροφα, όπως προτείνει το ΔΝΤ και οι παλιές συνταγές του «συμφώνου της Ουάσιγκτον». Η τωρινή κρίση δεν είναι χρηματιστική, αλλά οικονομική, γιατί δεν μπορεί να δημιουργήσει αγορά με αγοραστική ικανότητα, αλλά μόνο ανικανοποίητες κοινωνικές ανάγκες κι επιπλέον είναι αποτέλεσμα του ότι είναι αδύνατο να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, αγορά με αγοραστική δύναμη, αν δεν αλλάξει ριζικά ο τρόπος παραγωγής.
Ο Νόμος για τις SCA (Υπηρεσίες Οπτικοακουστικής Επικοινωνίας) έχει ανοίξει μια πολιτική προσδοκία, γύρω από το ότι μπορεί κανείς να πετύχει, μέσα από θεσμικούς δρόμους, βαθιές αλλαγές. Η κατανομή των ΜΜΕ ανάμεσα σε τομείς που σήμερα αποτελούν την κοινωνία, όπως είναι ο ιδιωτικός (καπιταλιστικός), ο Κρατικός και ο Κοινωνικός (συνεταιριστικός, συνδικαλιστικός, κοινωνικά κινήματα, πολιτιστικές οργανώσεις, σύλλογοι και τομείς της εργασίας, κτλ), καθένας από 33%, είναι μια μορφή που πρέπει να συζητηθεί και να εφαρμοστεί και σε σχέση με αυτό που αποτελεί το ΑΕΠ και τη διάρθρωση του. Το πώς δηλαδή θα δρομολογηθεί μια εργατική νομοθεσία, όπου το υποκείμενο να είναι ο εργαζόμενος (η εργατική δύναμη), αφαιρώντας από το σημερινό κεντρικό άξονα, που είναι η ιδιωτική επένδυση και η κατοχή των παραγωγικών μέσων, το μοναδικό ρόλο, που λειτουργεί σαν το ενιαίο κόμμα του συστήματος, πάνω από τις επιμέρους διαφορές και συμφέροντα που αυτό το σύστημα δημιουργεί. Κι αυτό αποδείχνεται από το γεγονός ότι όλα τα «κόμματα» πρέπει να είναι του συστήματος, καταργώντας έτσι κάθε δυνατότητα να υπάρχει κριτική και πολύ περισσότερο αυτοκριτική. Η τόσο διαφημιζόμενη ελευθερία που λέει ότι υπερασπίζει το σύστημα, πεθαίνει δια στόματος των πολιτικών του και των χρηματιστικών κύκλων καθημερινά.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΙΑΙΑΣ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ
Τα προγράμματα της Λα Φάλντα και Χουέρτα Γκράντε, όντας προτάσεις της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων γενικά, απέναντι στην κρίση και την αποσύνθεση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής εκείνης της περιόδου, της δεκαετίας 50 και 60 του 20ού αιώνα, είναι επιπλέον ένα σημείο ιστορικής επέμβασης της εργαζόμενης τάξης, σε σχέση με το πώς θα γίνει η ανάπτυξη και σε ποια χώρα θέλουμε να το κάνουμε. Αλλά γΓ αυτό, στο σημερινό χωροχρόνο, αυτά τα προγράμματα πρέπει ν’ αναλυθούν στα πλαίσια της κρίσης κι ενός κράτους που πρέπει να μετασχηματίσει τον εαυτό του, ενώ θα λύνει τα προβλήματα του 70% του πληθυσμού, αυτού δηλαδή που παράγει. Είναι γι’ αυτό που η συζήτηση γύρω από τη συνδικαλιστική ελευθερία δεν μπορεί να είναι κάτι το αφηρημένο, αλλά να επεμβαίνει ενεργά στην πραγματικότητα της ταξικής πάλης. Κάθε τι που διασπάει το δρόμο της κοινωνικής ενότητας της εργαζόμενης τάξης, πάει ενάντια στην κοινωνική πρόοδο του συνόλου, εκτός από το ότι αντιστρατεύεται το κυρίαρχο στοιχείο, δηλαδή την οργανωμένη συγκεντρο-ποίηση των εργαζόμενων γενικά και ευνοεί τη γραφειοκρατικοποίηση στους συνδικαλιστικούς οργανισμούς. Κι αυτό δεν είναι αιτιατό αλλά αίτιο των σχέσεων παραγωγής και διανομής. Γιατί η αστική κοινωνία και η δημοκρατία της επιτρέπει και τροφοδοτεί τη συνδικαλιστική οργάνωση εκείνη που θα είναι μια ασφαλιστική δικλείδα ανάμεσα στην ιδιωτική, επιχειρηματική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τους παραγωγούς, τα εργατικά χέρια, τους εργαζόμενους, όλο αυτό το έχουμε αναλύσει και το έχουμε προτείνει για συζήτηση.
Οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί και μαζί τους η γραφειοκρατία, όπως η κρατική και η συνδικαλιστική, παρουσιάζεται σαν μια φυσική ανάγκη της λειτουργίας των οργανισμών και δικαιολογεί την ύπαρξη της σαν αναντικατάστατη. Αλλά από τη στιγμή που για την ώρα είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα, αυτή η σχέση όρ-γανο-ρόλος-κοινωνική βάση, έχει ένα φυσικό αντίδοτο, αν αυτό γίνει μέρος αυτής της σχέσης και λειτουργίας: Είναι η επέμβαση των κοινωνικών βάσεων. Κι αυτό δεν μπορεί να παραχθεί με προχειρότητα και αναρχία, αλλά μέσα από την αλλαγή της ΤΑΞΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ της διάρθρωσης των οργανισμών, όπως και του ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, παύοντας αυτό ν’ αντιπροσωπεύει και δήθεν εξίσου, τη συγκέντρωση του καπιταλισμού και τις εργαζόμενες μάζες που παράγουν. Σημαίνει να υπάρξει μια άρνηση του παλιού ρόλου του κράτους σαν θερμι-δόρ, σαν «δικλείδα» και να περάσει στο ν’ αντιπροσωπεύει ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Για το ρόλο του κράτους, αυτό σημαίνει να το μετασχηματίσουμε σ’ ένα ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ, που θα δημιουργεί και θα παροτρύνει τη λειτουργία της λαϊκής συμμετοχής των βάσεων. Είναι ψέμα ότι οι βάσεις, οι εργαζόμενες μάζες, δε θέλουν να συμμετέχουν, ότι είναι κοινωνικά ατομιστικές. Όλη η ιστορία και ο τωρινός χωροχρόνος δείχνουν ότι όταν ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει και Ν’ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ, το κάνει και το στηρίζει αυτό ακόμα και σε βάρος της ίδιας του της ζωής.
Έτσι, το να προτείνει κανείς τη «συνδικαλιστική ελευθερία» αφηρημένα, είναι τόσο αρνητικό, όσο και ο ρόλος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Η ανάγκη να στηρίξουμε την ενιαία CGT (ΓΣΕ), τα Ενιαία Συνδικάτα ανά Βιομηχανία, προέρχεται από την ανάγκη για συγκέντρωση της εξουσίας των εργαζομένων. Κι αυτό γιατί στο βάθος, σήμερα Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ ΣΤΙΣ ΜΕΡΙΚΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΙΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΖΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΗΣ ΤΑΞΗΣ, ΣΕ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΝΑ ΕΠΑΝΙΔΡΥΘΕΙ, με μια κυβέρνηση που θα μπορεί να εφαρμόζει ένα πρόγραμμα Εθνικό, Λαϊκό κι Επαναστατικό.
Αυτό δημιουργεί μια αντιπαράθεση ανάμεσα, στη μαφιόζικη δύναμη που αναπτύσσεται στους μηχανισμούς που παροτρύνονται και στηρίζονται από το αστικό κράτος των επιχειρηματιών, από τη μια μεριά, και τις κοινωνικές βάσεις από την άλλη. Αλλά είναι αυτόν τον συσχετισμό, που είναι απόλυτα πολιτικός κι όχι συνδικαλιστικός και διεκδικητικός, αυτόν που πρέπει ν’ αναπτύξουν σαν αναγκαία στρατηγική, τα κόμματα του λαϊκού, εθνικού κι επαναστατικού στρατοπέδου. Το να προβάλει κανείς οποιαδήποτε άλλη προοπτική συγκρούεται με την ιστορική εξυπνάδα των εργαζομένων, ιδιαίτερα του προλεταριάτου, από καταβολής του, σαν κοινωνική τάξη και μάζα.
Το σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής, έτσι όπως σε μια περίοδο τροφοδότησε τη γραφειοκρατία στα συνδικάτα, δίνοντας προνόμια και κοινωνική προοπτική στους ηγέτες κείνους, που ήταν πιο επιρρεπείς στο να κερδιστούν από το σύστημα αυτό και στο μεταξύ ενίσχυσε τα συνδικάτα, τώρα στηρίζει με κάθε τρόπο τη γενίκευση των μίνι συνδικάτων, αυτών που αφορούν τον κάθε παραγωγικό τομέα, γιατί εκτός των άλλων αυτό αποδυναμώνει τη δυνατότητα συζήτησης γύρω από το ρόλο και την αξία των δυνάμεων της εργασίας, που στηρίζονται στην υψηλή τεχνολογία και τη ρομποτοποίηση της παραγωγής των αγαθών και των υπηρεσιών.
Η καλύτερη υπεράσπιση της λεγόμενης συνδικαλιστικής ελευθερίας περνάει από τη συζήτηση στο εσωτερικό των οργανισμών της εργαζόμενης τάξης, με βάση ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ (όπως της Χουέρτα Γκράντε και Λα Φάλντα), αλλά μαζί μ’ αυτό και ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ. Να μη μένουμε στην «ουτοπία», έτσι όπως αρέσει σε ορισμένους συντρόφους να βλέπουν την ταξική πάλη, αλλά να τη βάζουμε σε πράξη, τόσο όσο αφορά τις μισθωτικές διεκδικήσεις και τις κοινωνικές κατακτήσεις, όσο και την ανοικοδόμηση και την επανίδρυση της ίδιας της χώρας.
Τα παραδείγματα στη Λατινική Αμερική αυτή τη στιγμή είναι άφθονα σ’ αυτό το δρόμο. Δεν υπάρχει αφηρημένα συνδικαλιστική διέξοδος, αυτόνομη από την πολιτική ζωή και την πάλη για την εξουσία. Κι αυτό δεν είναι μόνο το να πάμε στην κυβέρνηση, αλλά να κατακτήσουμε την οικονομική εξουσία πάνω στην παραγωγή, για να μπορέσουμε να οργανώσουμε την κοινωνική διανομή του εθνικού εισοδήματος.
Ελισαίο Ραμίρεζ, 15/11/2009